Άγιος Παντελεήμονας

Ο ναός του Άγιου Παντελεήμονα βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού.

Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι ο καθεδρικός ναός της Μήθυμνας, ύστερα από τις δυο άλλες εκκλησίες της, τον Ταξιάρχη, ψηλά στην είσοδο του κάστρου και την Αγία Κυριακή στην ανατολική προς τον Λεπέτυμνο και την Εφταλού ομώνυμη συνοικία

Στα 1844, όπως αναγράφεται στη μαρμαρόξυστη επιγραφή της εισόδου, πάνω από την πόρτα, ο ναός χτίστηκε από τα θεμέλια στη θέση της παλιάς ομώνυμες εκκλησίες, που το πρώτο της χτίσιμο ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια. Πάντως είναι πολύ πριν από το 1600. Η εντοιχισμένη στη είσοδο του επιγραφή μιλά καθαρά για το ξαναχτίσιμό του στη θέση του παλαιότερου:

 
Στον Άγιο Παντελεήμονα διασώζεται ο μοναδικός κώδικας που υπάρχει στη Μήθυμνα, ένας από τους αρχαιότερους της Λέσβου. Αποτελείται από 196 αριθμημένες σελίδες, γραμμένες με κόκκινο μολύβι από το Μοσχονησιώτη Ευστράτιο Ι. Δράκο. Το περιεχόμενο του κώδικα είναι σειρά από αναγραφές λογαριασμών και εισπράξεων, αφιερωμάτων κ.ά. Αναγράφονται ακόμη ονόματα, τοπωνύμια, εισπράξεις συνδρομών, φόρων (χαράτσια), που μας δίνουν μια εικόνα της τουρκοκρατίας. Σε μερικές πράξεις αναγράφονται τα σκεύη και τα βιβλία, τα ετήσια έξοδα και τα έσοδα των τριών ναών της Μήθυμνας.
 
Χρονολογικά ο κώδικας καλύπτει ένα διάστημα περίπου 2 αιώνων από το 1653 έως το 1803 και πέρα. Πολλές αναγραφές φέρουν τη υπογραφή και είναι γραμμένες με το χέρι του Φιλόθεου ιερομονάχου, αρχιερατικού επιτρόπου Μηθύμνης και ιερέα στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα

Στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, είναι ένα κενοτάφιο εξαιρετικής τέχνης, της μητέρας του λογοτέχνη Χρύσανθου Μολύνου που πέθανε την 20η Ιουλίου 1888, στη γέννα του μοναχογιού της Χρύσανθου, από επιλόχιο τοκετό. Διαβάζουμε τα εξής:

Χρυσούλα Ε.Π.Μολύνου, το γένος Ιωσήφ Κέπετζη.
Γεννηθείσα την 20η Φεβρουαρίου 1861. Αποβιούσσα την 20η Ιουλίου 1888.
Ω κόσμε, ελεεινολογώ την ματαιότητά σου, στιγμή μ’ εφάνη η ζωή μηδέν τα πράγματά σου.

 Στο ναό υπάρχει η εικόνα της Αγίας Άννας Από το Βόρι της Μικράς Ασίας. Παρακάτω υπάρχει η ιστορία της εικόνας αυτής.

Οἱ πρόσφυγες στὸ Αἴγιον οἰκοδόμησαν, μὲ κόπους καὶ ἀγῶνα ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μηδέν, τὴν καινούργια τους ζωή. Οἱ Αἰγιῶτες πρόσφυγες κατάγονται ἀπὸ τὴν Προικόνησο στὴν ὁποία ἦταν τότε πέντε χωριά. Ἁλώνη, Βόρι, Σκουπιὰ καὶ Χουχλιά. Φεύγοντας κυνηγημένοι οἱ εὐσεβεῖς Προικονήσιοι, σήκωσαν μαζύ τους πρὸ παντὸς τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα τῶν Ἐκκλησιῶν τους, ἅγιες εἰκόνες, ἱερὰ σκεύη, κ.λπ. Ἰδιαίτερη ἀγάπη δείχνουν ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά τους γιὰ τὰ ἱερὰ αὐτὰ κειμήλια.

Στὸ Νησί τους εἶχαν ἕνα προσκύνημα. Τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Βόρι. Ἡ φήμη τοῦ προσκυνήματος αὐτοῦ τῆς Ἁγίας Ἄννας εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλη τὴ γύρω περιοχή. Ἰδιαίτερη εὐλάβεια διατηροῦσαν γι᾿ αὐτὸ ἑκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους οἱ κάτοικοι τῆς ἀπέναντι Μικρασιατικῆς παραλίας. Μνημονεύονται ἰδιαίτερα τὰ χωριὰ Ἀρτάκη, Ρόδα, Γωνιὰ κ.λπ. καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γύρω Νήσων ὅλοι οἱ λεγόμενοι Μπουγαζιανοὶ μέχρι Κωνσταντινουπόλεως. Κυκλικὰ στὸ λιμανάκι καὶ σὲ βάθος ἦσαν σκορπισμένα τὰ σπίτια τοῦ Βόρι, μέχρι 130 σπίτια χριστιανικὰ καὶ 15 τούρκικα.

Οἱ Τοῦρκοι μιλοῦσαν τὰ ἑλληνικά. Πήγαιναν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ἀλλὰ ὁ παπὰς δὲν τοὺς θυμίαζε καὶ δὲν τοὺς ἔδινε ἀντίδωρο οὔτε ἁγιασμό. Ἔφερναν ὅμως ἐκεῖνοι λαμπάδες μέχρι τὸ μπόι τους στὴν Ἁγίαν Ἄννα.

Στὴν παραλία στὸ χῶρο μιᾶς μεγάλης πλατείας μὲ ψηλὰ πλατάνια κι᾿ ἕνα πηγάδι ἦταν χτισμένη ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τὶς δυὸ πλευρές της τὶς ἔδερνε τὸ κῦμα ὅταν εἶχε φουσκοθαλασσιά. Μικρὴ σχετικῶς ἐκκλησία, ἦταν προσκύνημα δὲν ἦταν ἑνοριακὸς Ναός. Στοὺς χριστιανοὺς ἄρεσε νὰ τὴ λένε Μοναστήρι. Εἶχε ξεχωριστὴ διοίκηση διότι ὡς προσκύνημα εἶχε πολλὴ κίνηση καὶ πολλὰ ἔσοδα. Ἰδιαίτερα στὴν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Ἄννας (25 Ἰουλίου), συγκεντρωνόταν πλῆθος προσκυνητῶν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Προικονήσου ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Μικρασιατικὴ παραλία (20 περίπου χωριά), ἀπὸ τὰ γύρω Νησιὰ καὶ ἀπὸ τὴν Πόλη. Ἡμέρες κρατοῦσε ἡ πανήγυρις. Τὸ λιμάνι, γέμιζε καΐκια, σαντάλες, βάρκες πλεούμενα παντὸς εἴδους γεμάτα προσκηνητάς. Ἔρχονταν νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶχε φανερωθῆ σὲ πολὺ παλιὰ χρόνια στὴ θέση ποὺ ἦταν ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖ στὴν παραλία σὲ μία πυκνὴ βατιά. Πιθανῶς τὴν εἶχαν κρύψει ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ σὲ ἐποχὴ διωγμοῦ καὶ δοκιμασίας. Ἡ παράδοσις γιὰ τὴν εὕρεση αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:

Μιὰ βασιλοπούλα ἀπὸ τὴν Περσία, νεαρὰ κόρη ἔπασχε ἀπὸ λέπρα καὶ εἶχε τυφλωθεῖ τελείως. Ἡ κόρη αὐτὴ εἶδε στὸ ὄνειρό της μιὰ γυναῖκα σεμνὴ καὶ ἐπιβλητικὴ ἡ ὁποία τῆς εἶπε:

Νὰ πᾶς στὸ Βόρι, καὶ νὰ ψάξης στὰ βάτα. Θὰ βρῇς ἐκεῖ τὴν εἰκόνα μου καὶ θὰ γίνεις καλά. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἁγία Ἄννα. Στὴ συνέχεια εἶδε ἕνα τοπίο. Μία πυκνὴ βατιὰ σὲ μία παραλία. Διηγήθηκε τὸ ὄνειρο στοὺς δικούς της, χωρὶς πολλοὺς δισταγμούς, ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ γιατροὺς ἀποφάσισε μὲ τὴ συνοδεία της νὰ ξεκινήση γιὰ τὸ Βόρι τὸ ὁποῖον δὲν ἐγνώριζε ποῦ βρίσκεται. Μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες ἡ ἄρρωστη αὐτὴ κόρη ἔφθασε στὴν Κων/πολη, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μάθη ἐκεῖ ποῦ εἶναι τὸ χωριὸ ποὺ ὑπέδειξε στὸν ὕπνο της ἡ ἄγνωστη σ᾿ αὐτὴν Ἁγία Ἄννα. Οἱ ἐλπίδες της ζωντάνεψαν ὅταν στὴν Πόλη, τὴν πληροφόρησαν πὼς τὸ χωριὸ Βόρι βρίσκεται σ᾿ ἕνα κοντινὸ νησί. Μὲ πολλὴ λαχτάρα ὕστερα ἀπὸ πέντε ὧρες θαλασσινὸ ταξείδι πάτησε στὴν παραλία τοῦ Βόρι. Τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἄνοιξαν τὰ τυφλὰ μάτια τῆς κόρης καὶ εἶδε τὸ φῶς της. Εὔκολα ὕστερα ἀναγνώρισε τὸ τοπίο μὲ τὴ βατιὰ στὴν παραλία, ὅπως τὸ εἶχε ἰδῇ στὸ ὄνειρό της. Ἔψαξαν ἐκεῖ στὰ πυκνὰ βάτα καὶ βρῆκαν κρυμμένη στὸ κοίλωμα μιᾶς πέτρας τὴν εἰκόνα.

Μὲ συγκίνηση βαθειὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ ἱερὸ σέβασμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκε νὰ φεύγει τὸ κακὸ τῆς λέπρας ἀπὸ πάνω της. Ἔγινε τελείως καλά. Ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα της χριστιανὴ πλέον, γεμάτη εὐγνωμοσύνη.

Στὴ θέση ἐκείνη οἰκοδομήθηκε, πιθανῶς μὲ ἔξοδα τῆς κόρης ποὺ θεραπεύτηκε, ἡ Ἐκκλησία, τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα τῆς εἰκόνας ξεχωριστὴ θέση εἶχε τὸ στέμμα τῆς νεαρᾶς βασιλοπούλας ἀπὸ τὴν Περσία. Αὐτὸ τὸ στέμμα ὅλοι οἱ παλιοὶ βορινοὶ τὸ θυμοῦνται.

Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκύνημα.

Ἕνας παλαιὸς Βορινός, μένει στὴν Ἱερισσὸ τώρα, ὁ Στέλιος Μηχαηλίδης διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

Ἤμουνα παληκαράκι τότε στὴν πατρίδα καὶ πήγαινα καὶ βοηθοῦσα τὴν Ἐκκλησία. Ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἄρρωστοι ἐκεῖ ἔρχονταν, στὴν Ἁγία Ἄννα! Καὶ βαριὲς ἀρρώστιες καὶ περαστικές, ὅπως θέρμη, κρυολόγημα κ.λπ. Πολλοὺς δαιμονιζόμενους τοὺς ἔδεναν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἄρρωστος κατ᾿ ἀνάγκην συνοδευόταν ἀπὸ ἀνθρώπους δικούς του οἱ ὁποῖοι μαζύ του ἔμεναν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ παραμονὴ αὐτὴ διαρκοῦσε πολλὲς ἡμέρες. Συνειθιζόταν νὰ μένουν ἕνα σαρανταήμερο. Ἂν δὲν γινόταν ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα τὸ θαῦμα, τότε ἄρχιζαν δεύτερο σαρανταήμερο. Σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τόσο ὁ ἄρρωστος ὅσο καὶ οἱ συνοδοὶ νήστευαν καὶ προσεύχονταν. Λάδι ἔτρωγαν μόνο τὰ Σαββατοκύριακα.

Ἂν ὅμως ὁ ἄρρωστος δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν συνοδεύῃ, τότε ὑποχρεωνόταν γιὰ μία ἡμέρα νὰ συντροφεύει τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Βόρι, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν περιποίηση συμμετεῖχε καὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία τοῦ ἀρρώστου. Αὐτὸ γινόταν μὲ σειρὰ γιὰ ὅλες τὶς οἰκογένειες.

Ἐδῶ θὰ διακόψουμε τὴν ἀφήγηση τοῦ Στέλιου Μηχαηλίδη γιὰ νὰ σημειώσωμε τὸ ἑξῆς περιστατικὸ σχετικὰ μὲ τὴν νηστεία.

Ἡ Ἀλμαγιὼ Παναγιώτου πρόσφυγας στὸ Αἴγιο εἶχε ἔλθει μὲ τὸ ἄρρωστο ἐγγόνι της στὴν Παναγία τὴν Τρυπητή, νὰ ξενυχτήσει τὴν παραμονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἦσαν πολλοὶ ἄρρωστοι μὲ τοὺς δικούς τους. Μετὰ τὸν πανηγυρικὸ ἑσπερινὸ φεύγοντας ὁ πολὺς κόσμος παρέες-παρέες ἔβαλαν νὰ φᾶνε διάφορα πασχαλινά. Στὴν Ἀλμαγιὼ ἡ πρᾶξις αὐτὴ προξένησε ζωηρὴ ἐντύπωση.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ Παναγία, εἶπε, δὲν κάνει θαύματα ἐδῶ, γιατί δὲν ἤλθαμε γιὰ προσευχή. Ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκανε τὰ θαύματα στὴν πατρίδα γιατί ὅλοι παρακαλοῦσαν μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Κανένας δὲν ἔτρωγε ὅταν συνώδευε ἄρρωστο.

Ἀλλὰ ἂς δώσουμε πάλι τὸ λόγο γιὰ τὴν ἀφήγηση στὸν εὐλαβῆ γερο-Στέλιο Μιχαηλίδη.

«Ἡ εἰκόνα ἦταν μόνιμα τοποθετημένη στὸ τέμπλο μέσα σὲ κουβούκλιο, φορτωμένο ἀπὸ τάματα τῶν χριστιανῶν. Κάθε ἀφιέρωμα ἦταν φανερὴ μαρτυρία εὐγνωμοσύνης γιὰ μιὰ εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἄρρωστος ἔπαιρνε θέση καθιστὸς στὰ σκαλοπάτια τοῦ σωλέα ἢ τοῦ δεσποτικοῦ. Τὴν ὥρα ποὺ διαβαζόταν ὁ ἁγιασμὸς ὁ ἱερεὺς ἔπαιρνε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ κουβούκλιό της καὶ τὴν ἔστηνε ὄρθια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄρρωστου. Ἡ εἰκόνα ἄλλοτε γινότανε βαριὰ καὶ ἄλλοτε ἐλαφριά. Ἔκανε κινήσεις ἐπάνω στὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου. Τὸν γκρέμιζε κάτω ὕπτιον, ἀνέβαινε στὸ κεφάλι του καὶ ἔκανε στροφὲς σὰν προπέλα, κατέβαινε πάλι στὰ γόνατα. Σήκωνε τὸν ἄρρωστο ὄρθιο, ἀνέβαινε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό. Ὁ κόσμος ἄνοιγε δρόμο, «ἔρχεται, ἔρχεται...». Σήμαιναν οἱ καμπάνες τότε. Τοῦ ἔκανε γύρους στὴν αὐλή. Τοὺς βαριὰ ἀρρώστους τοὺς πήγαινε στὴ θάλασσα, στὰ πατητὰ νερὰ καὶ στὰ ἄπατα. Ἀνέβαινε στὸ κεφάλι τοῦ ὁριζόντια κι ἔκανε βουτιὰ στὸν ἄρρωστο μέσα στὸ νερό. Ἄλλες φορὲς ἔπλεε ὁριζόντια καὶ ὁ ἄρρωστος πιανότανε μὲ τὰ χέρια του ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ὁ ἱερεὺς συνοδευόμενος, ἀκολουθοῦσε στὴ θάλασσα τὴν εἰκόνα μὲ βάρκα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔβγαινε ἔξω ὁ ἄρρωοτος βρεγμένος, μὲ τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, θεραπευμένος. Πήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ συνεχιζόταν ὁ ἁγιασμός. Ὅσο νερὸ τυχὸν ἔπινε ὁ ἄρρωστος τὸ ἔκανε ἐμετό.

»Ἱερεῖς τότε ἦταν ἐκεῖ ὁ π. Ἀντώνιος Παπαντωνίου ἀπὸ τὰ Σκουπιά. Εὐλαβὴς ἱερεύς, μεγαλοπρεπὴς στὴν ἐμφάνιση μὲ ὡραῖα φωνή. Πολύτεκνος, εἶχε ὀκτὼ παιδιά. Πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ἦσαν ἐκεῖ ἱερεῖς δυὸ ἱερομόναχοι ὁ π. Σαμουὴλ καὶ ὁ Χατζήπαπας. Ἐτελείωσαν ἐκεῖ τὴ ζωή τους καὶ τοὺς ἐνταφίασαν στὸν περίβολο τοῦ Ἁϊγιώργη ποὺ ἦταν ὁ ἑνοριακὸς Ναὸς τοῦ Βόρι. Στὸ διωγμὸ τοῦ 1914 ὑπηρέτησε καὶ ὁ παπα-Ἡρακλῆς ἀπὸ τὰ Ρόδα. Κοντὸς στὸ ἀνάστημα, ἀλλὰ εὐλαβέστατος, ἐκλεκτὸς ἱερεύς. Στὸ χωριό μας κανεὶς δὲν κατάκρινε ἱερέα. Δὲν ἔδιδαν βέβαια ἀφορμὲς ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς τοὺς σεβόταν βαθειά. Ὑπῆρχε ἐπίσης πολὺς σεβασμὸς στὶς διατάξεις τῆς Νηστείας. Ἡ βλαστήμια ἦταν ἄγνωστη συνήθεια στὸ χωριό μας. Ὅταν ᾔρθαμε ἐδῶ κι ἀκούσαμε τὶς τόσο πολλὲς καὶ βαριὲς βλαστήμιες ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους μᾶς φαινόταν βαρὺ καὶ περίεργο φαινόμενο. Νομίζαμε πὼς δὲν εἶναι χριστιανοὶ αὐτοί, νομίζαμε πὼς εἶναι Τοῦρκοι καὶ δὲν τὸ πιστεύαμε ὅταν μας ἔλεγαν πὼς εἶναι χριστιανοὶ βαφτισμένοι.

»Τὴν πῆρα κι ἐγὼ τὴν Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά μου μιὰ φορὰ γιὰ εὐλογία. Ἔβαλα βουλὴ νὰ μὴν καθήσω κάτω, οὔτε νὰ ξαπλωθῶ, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατήσω ὄρθιος στὴν ἀγκαλιά μου. Ἡ Ἁγία Ἄννα ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε ἔτσι καὶ μὲ γκρέμισε κάτω, ἤθελα δὲν ἤθελα. Ἔτσι μὲ δίδαξε νὰ εἶμαι ταπεινὸς καὶ νὰ μὴν ἐμπιστεύομαι στὴ δύναμη τῶν χεριῶν μου, ἀλλὰ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

»Πέρυσι (1982) πῆγα στὴν πατρίδα. Νοσταλγοῦσα νὰ ἰδῶ. Ὅλα ρήμαξαν. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ παληὸ χωριό. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας τώρα εἶναι οἰκόπεδο».

Παρόμοιες διηγήσεις γιὰ τὰ ὅσα θαύματα γίνονταν στὸ προσκύνημα τοῦ Βόρι ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς παληοὺς Βορινούς· ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Κριβέρη, τὸν Χαραλάμπη Καρακώστα, τὸ Χρῆστο Μαστροκυριάκο, τὸν Πάνο Ἐλευθεριάδη, τὸ Σταῦρο Γρηγορίου, τὴ Βενετία Τίντα, τὴ Μαρία τὴν προεδρίνα κ.ἄ.

Ζωηρὴ εἶναι πάντα ἡ σφραγίδα τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν Προικονησίων καὶ ἰδιαίτερα τῶν Βορινῶν γιὰ τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ μεταδίδονται καὶ στὰ παιδιά τους καὶ τὰ ἐγγόνια τους. Τὴν εἴχαμε Γιατρό, λέγουν.

Ἀκόμη καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα ἐκεῖ στὴν πατρίδα.

Τὸ προσκύνημα στὸ Βόρι τὸ διοικοῦσε μία Ἐπιτροπὴ ἀπὸ Βορινούς. Μὲ τὰ ἔσοδα τὰ ὁποῖα συγκεντρώνονταν σὲ σημαντικὸ ποσὸ μποροῦσαν νὰ ἐπιτελοῦν ἕνα ἔργο θρησκευτικὸ καὶ κοινωνικό. Δαπανοῦσαν γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ προσκυνήματος. Πλήρωναν τοὺς μισθοὺς τῶν ἱερέων-ἐφημερίων, οἱ ὁποῖοι, στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἦσαν δυὸ καὶ ὄχι ἕνας. Πλήρωναν δάσκαλο καὶ συντηροῦσαν τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ κτίριο ἦταν στὴν ἄκρη τῆς πλατείας κοντὰ στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἀντιμετώπιζαν ἐπίσης ἄλλες ἔκτακτες ἀνάγκες. Τελευταῖα, πρὶν ἀπὸ τὸ διωγμὸ ἐσχεδίαζαν νὰ οἰκοδομήσουν μεγαλοπρεπῆ ἱερὸ Ναὸ καὶ χώρους ἐξυπηρετικοὺς γιὰ τὸ προσκύνημα. Εἶχαν μεταφέρει, καὶ πέτρα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἦρθε ὅμως ἡ συμφορὰ καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἔμειναν σχέδια. Στὸ ἐρώτημα, τί ἔγιναν τὰ πολλὰ καὶ πολύτιμα τιμαλφῆ ποὺ ἦταν φορτωμένο τὸ κουβούκλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἡ Βενετία Τίντα μας πληροφορεῖ τὰ ἑξῆς: Στὸ διωγμὸ τοῦ 1914 ἡ Ἐπιτροπή, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο μὲ τὸ μεγάλο αὐτὸ θησαυρό, ἀποφάσισὲ νὰ τὰ μοιράσει τότε στοὺς χριστιανοὺς τοῦ Βόρι. Ἔγινε τότε καταγραφὴ καὶ στὴ συνέχεια ἀπονομὴ ἀνάλογα στὸν καθένα. Ἔτσι στὸ διωγμὸ τοῦ 1922 ἡ εἰκόνα δὲν εἶχε παρὰ ἐλάχιστα ἀφιερώματα.

Τὸ βαρὺ σύννεφο τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς πλησίαζε νὰ σκεπάση τὸ νησί τους. Τὰ ὅσα μάθαιναν γιὰ τὴν ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, γιὰ τὶς σφαγὲς τῶν Τούρκων πάγωναν τὶς καρδιὲς τῶν Προικονησίων καὶ ὅλοι ἔσπευδαν νὰ φύγουν ὅπως ὅπως. Ἔφευγαν καϊκιές-καϊκιές, βιαστικά, μὴ φτάσουν οἱ Τοῦρκοι. Ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους ὅ,τι πολύτιμο μποροῦσαν νὰ πάρουν.

Ὁ Κώστας Μαστροκυριάκος ἦταν ἀναγνώστης στὴν Ἁγία Ἄννα. Μὲ τοὺς ἐπιτρόπους πῆγαν νὰ σηκώσουν τὰ κειμήλια τῆς Ἁγίας Ἄννας. Βρῆκαν νὰ λείπῃ ἡ εἰκόνα. Ἀνοιχτὴ ὅπως ἦταν ἡ ἐκκλησία καὶ προσκυνοῦσαν «οἱ φεύγοντες» πῆραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔβαλαν στὸ καΐκι.

Μάζεψαν τότε ὅλα τὰ ἄλλα ἱερὰ σκεύη, τὰ ἅγια δισκοπότηρα, τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, τὰ ἀσημένια ἑξαπτέρυγα, τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ ὅ,τι ἄλλο, μὲ τὰ ὁποῖα γέμισαν ἕνα μεγάλο μπαοῦλο.

Ὅπου καὶ νὰ πᾶμε, ἔλεγε ὁ ἀναγνώστης, θὰ μποροῦμε νὰ τελέσωμε λειτουργία. Ὅλα τὰ ἔχομε.

Σκόρπισαν σὰν τὰ κυνηγημένα πουλιά. Ἔφευγαν ὅπως μποροῦσε ὁ καθένας. Κοντινὸς σταθμὸς ἦταν ἡ Λέσβος. Μερικοὶ ἔμειναν ἐκεῖ, οἱ ἄλλοι, ὁ κύριος ὄγκος ὁδηγήθηκε στὸ Αἴγιο. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἔμεινε στὴ Μήθυμνα (Μόλυβος) τῆς Λέσβου. Τὸ μπαοῦλο μὲ τὰ ἄλλα σκεύη μεταφέρθηκε στὸ Αἴγιο.

Εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι σύντομα θὰ ξαναμαζεύονταν στὸ χωριό τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ χωνέψουν ὅτι θὰ ἔμεναν γιὰ πάντα πρόσφυγες. Κρυφὴ καὶ θερμὴ ἐλπίδα εἶχαν ὅτι τὰ πράγματα θὰ ἄλλαζαν καὶ θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα. Στὶς προπόσεις τους μόνιμη εὐχὴ ἦταν «καλὴ πατρίδα». Τὰ πράγματα ὅμως 62 χρόνια τώρα δὲν ἐπέτρεψαν στὸ ὄνειρο νὰ γίνει πραγματικότης.

Ἐδῶ στὴ νέα πατρίδα, στὸ Αἴγιο ἀγωνίσθηκαν σιγά-σιγὰ νὰ ξαναφτιάξουν τὴ ζωή τους. Μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐνέργειές τους ἦταν νὰ κάμουν τὸ κέντρο τῶν συνάξεων καὶ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, νὰ στήσουν τὴν ἐκκλησία τους. Μπόρεσαν τότε, μὲ τὶς λίγες δυνάμεις ποὺ εἶχαν, νὰ στήσουν μιὰ ξύλινη ἐκκλησία· τὴν ἀφιέρωσαν στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ μπαοῦλο μὲ τὰ σκεύη δόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδριώτη (Γούτση) στὸ Συμβούλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὴ συνέχεια Προικονήσιοι ἀπὸ ἄλλα χωριὰ ἔφεραν καὶ ἄλλα ἱερὰ κειμήλια καὶ κυρίως ἅγιες εἰκόνες. Ἀργότερα τὴ θέση τῆς ξύλινης ἐκκλησίας τὴν πῆρε ὁ σημερινὸς μεγαλοπρεπὴς Ναός, τὸν ὁποῖον ὕψωσε ἡ εὐλάβεια τῶν προσφύγων.

Ἀπολείπεται τώρα νὰ ἔλθη στὸ Ναό της ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Νὰ ἔλθη ἡ χάρη της κοντὰ ὀτὸ λαό της. Αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς εἶναι ζωηρὴ ἐπιθυμία καὶ ἀπαίτηση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Σήμερα στὸ Μόλυβο ἔχουν ἀπομείνει μόνο πέντε οἰκογένειες Βορινῶν, ἐνῷ στὸ Αἴγιο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς 150 οἰκογένειες Βορινῶν, κατοικοῦν καὶ ἄλλες 500 οἰκογένειες Προικονησίων. Ἡ Ἁγία Ἄννα, φωνάζουν, δὲν πρέπει νὰ φιλοξενεῖται ἄλλο στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Μηθύμνης (Μόλυβο Λέσβου), ἀλλὰ νὰ ἔλθῃ στὸ Ναό της, ἀφοῦ δὲν σήμανε ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ ξαναγυρίσῃ στὸ Βόρι. Ὁ Ναός στὸ Αἴγιον εἶναι ἕτοιμος καὶ ὁ λαὸς τῶν τριῶν χιλιάδων Προικονησίων ζητεῖ νὰ τοῦ δοθῆ τὸ ἱερὸν αὐτὸ σέβασμα ποὺ ἔχει δεθῆ μὲ τὴ λατρεία καὶ τὴ ζωὴ τῶν πατέρων του.

πηγή: Βίος της Aγίας Άννας και θαύματα στo προσκύνημα στo Βόρι Προικονήσου και στo Αίγιον Αχαΐας